- διαγώνισμα
- examen
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διαγώνισμα — το 1. ο διαγωνισμός 2. το γραπτό δοκίμιο διαγωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου πρβλ. γαλλ. concours. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
διαγώνισμα — το 1. άμιλλα ανάμεσα σε πολλούς, διαγωνισμός. 2. γραπτή εξέταση των μαθητών: Τα επαναληπτικά διαγωνίσματα χρειάζονται πολύ διάβασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεστ — το, Ν άκλ. (ξεν.) 1. είδος επιστημονικής δοκιμασίας για την εξακρίβωση τής πνευματικής ή και σωματικής ικανότητας ενός ατόμου 2. (γενικά) έλεγχος για επαλήθευση 3. πρόχειρο διαγώνισμα 4. (ψυχολ.) τυποποιημένη μέθοδος με την οποία εκμαιεύεται ένα… … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Χρηστάκης — (Κεστοράτι Ηπείρου 1820 – Παρίσι 1896). Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης. Σπούδασε στα Ιωάννινα και στην Κωνσταντινούπολη. Με τον Μιχαήλ Δήμου, ίδρυσε πολύ νωρίς τραπεζιτικό γραφείο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της Οθωμανικής… … Dictionary of Greek
(ε)μπροστινός — ή, ό αυτός που βρίσκεται μπροστά μας, ο εμπρόσθιος: Αντέγραψα στο διαγώνισμα από τον μπροστινό μου στο θρανίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγωνισμός — ο το διαγώνισμα: Θα πάρει μέρος στο διαγωνισμό ομορφιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουλούρα — η 1. άρτος σε σχήμα δαχτυλιδιού. 2. κάθε στρογγυλό σχήμα. 3. μηδενικό, μηδέν: Δεν έγραψε ούτε λέξη στο διαγώνισμα και πήρε κουλούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)